- ράκετρον
- και αιολ. τ. βράκετον, τὸ, Α1. είδος κοπίδας μάγειρα ή κρεοπώλη2. (μόνον ο τ. βράκετρον) (κατά τον Ησύχ.) «δρέπανον, κλαδευτήριον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος* + επίθημα -τρον πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *ῥακέω, ενώ ο τ. βράκετον < ῥάκετρον με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.